- ρυφάνω
- Αιων. τ. βλ. ροφώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… … Dictionary of Greek
ροφάνω — και ῥυφάνω, Α βλ. ροφώ … Dictionary of Greek